Έτσι όπως ατένιζα τη νύχτα, είδα κάτι να κρέμεται από τον ουρανό. Ήταν το φεγγάρι, γαλήνιο όπως πάντα, μα και χλωμό.
Με πεφταστέρι όμοιο, κάτω στο βυθό. Ένα άσπρο άστρο, αλλιώτικο απ' τα άλλα, ένα άστρο υδάτινο και λαμπερό, πιο μεγάλο σε μέγεθος απ' τα άλλα, αλλά και πιο φωτεινό.
Και τότε, έχοντας πόνο βαθύ μες' την ψυχή, του απηύθυνα το λόγο, μη και μου δώσει προσοχή.
''Φεγγάρι μου λευκό, συ που είσαι εκεί ψηλά, άκου τώρα την ευχή μου, άκου λόγια μυστικά.
Δωσ' μου την υπομονή σου να γυρίζω όλη τη Γη, να μη νιώθω, να μη θέλω, να χω 'γω επιστροφή.
Δωσ' μου δύναμη μεγάλη, όπως του φωτός σου η μνήμη.
Δωσ' μου και την λαμπεράδα, που πια σε χαρακτηρίζει.
Άκου όμως και τον πόνο, τον βαθύ, τον πικρό, της καρδιάς μου
τον καημό.
Κλείδωσε μου την καρδιά, τώρα, σε παρακαλώ, μεσ' τη χάση
της σελήνης, έτσι θέλω να χαθώ.
Κλείδωσε μου την καρδιά, βάλ' την μέσα σε σεντούκια, κείνα, που μόνο εσύ ξέρεις, κείνα ντε, παλιά καλούπια.
Όχι εγώ προσωπικά, μα κάθε συναίσθημα που κουβαλώ.
Κι όπως χάνεται η σελήνη, έτσι να χαθεί κι' αυτό.
Να χαθεί έτσι, για πάντα, δίχως να 'χει προορισμό.
Κι απλά να περιπλανάται, να μην έχει πηγεμό.
Να επανέλθει μόνο όταν το θέλω, ίσως χρόνια πιο μετά, κι όταν το επιθυμήσω, να το έχω εγώ ξανά.
Μέσα μου συνεχώς με βασανίζει, σαν απάτητη κορφή, σαν να πρέπει να το ζήσω, πάλι εγώ απ' την αρχή.''
Με πεφταστέρι όμοιο, κάτω στο βυθό. Ένα άσπρο άστρο, αλλιώτικο απ' τα άλλα, ένα άστρο υδάτινο και λαμπερό, πιο μεγάλο σε μέγεθος απ' τα άλλα, αλλά και πιο φωτεινό.
Και τότε, έχοντας πόνο βαθύ μες' την ψυχή, του απηύθυνα το λόγο, μη και μου δώσει προσοχή.
''Φεγγάρι μου λευκό, συ που είσαι εκεί ψηλά, άκου τώρα την ευχή μου, άκου λόγια μυστικά.
Δωσ' μου την υπομονή σου να γυρίζω όλη τη Γη, να μη νιώθω, να μη θέλω, να χω 'γω επιστροφή.
Δωσ' μου δύναμη μεγάλη, όπως του φωτός σου η μνήμη.
Δωσ' μου και την λαμπεράδα, που πια σε χαρακτηρίζει.
Άκου όμως και τον πόνο, τον βαθύ, τον πικρό, της καρδιάς μου
τον καημό.
Κλείδωσε μου την καρδιά, τώρα, σε παρακαλώ, μεσ' τη χάση
της σελήνης, έτσι θέλω να χαθώ.
Κλείδωσε μου την καρδιά, βάλ' την μέσα σε σεντούκια, κείνα, που μόνο εσύ ξέρεις, κείνα ντε, παλιά καλούπια.
Όχι εγώ προσωπικά, μα κάθε συναίσθημα που κουβαλώ.
Κι όπως χάνεται η σελήνη, έτσι να χαθεί κι' αυτό.
Να χαθεί έτσι, για πάντα, δίχως να 'χει προορισμό.
Κι απλά να περιπλανάται, να μην έχει πηγεμό.
Να επανέλθει μόνο όταν το θέλω, ίσως χρόνια πιο μετά, κι όταν το επιθυμήσω, να το έχω εγώ ξανά.
Μέσα μου συνεχώς με βασανίζει, σαν απάτητη κορφή, σαν να πρέπει να το ζήσω, πάλι εγώ απ' την αρχή.''
Και τότε, ω, τι θαύμα, το φεγγάρι μίλησε και μου απάντησε:
-Και γιατί να μην το θέλεις και γιατί δεν το ποθείς;
Το συναίσθημα του πόνου θέλεις να αποχωριστείς;
Ή εκείνο της αγάπης, της μιας και μοναδικής;
Μόνο αν μου εξηγήσεις, η ευχή σου θα εκπληρωθεί.
-Και γιατί να μην το θέλεις και γιατί δεν το ποθείς;
Το συναίσθημα του πόνου θέλεις να αποχωριστείς;
Ή εκείνο της αγάπης, της μιας και μοναδικής;
Μόνο αν μου εξηγήσεις, η ευχή σου θα εκπληρωθεί.
Τότε εγώ συνεσταλμένα, σιγανά και σιωπηλά, του απάντησα αμέσως,
με δυο λόγια μυστικά.
με δυο λόγια μυστικά.
- Πάρε μόνο την αγάπη, πάρ' την μακριά και φύγε.
Μη μου δώσεις την ανάγκη να 'χω αγάπη, συ μόνο μείνε.
Μείνε κάπου εκεί ψηλά, βραδινή παρηγοριά μου,
να σε βλέπω κάθε βράδυ και από δω, απ' τα χαμηλά, να ατενίζω
την αγάπη.
Μη μου δώσεις την ανάγκη να 'χω αγάπη, συ μόνο μείνε.
Μείνε κάπου εκεί ψηλά, βραδινή παρηγοριά μου,
να σε βλέπω κάθε βράδυ και από δω, απ' τα χαμηλά, να ατενίζω
την αγάπη.
- Ξέρεις, θα το μετανιώσεις, όλο αυτό που τώρα λες. Και ίσως κάποτε θρηνήσεις που αγάπη πια δε θες.
- Ίσως κάποτε φεγγάρι, ίσως και να λυπηθώ,
μα για τώρα εγώ δε θέλω να 'χω άλλο δισταγμό.
Πάρε όλη την αγάπη, σκόρπισε την μακριά.
Και στα πέρατα της γης, άπλωσε την σα σκιά.
Πάνω σε πλούσιους και φτωχούς, πάνω σε νέους και γέρους,
μοίρασε την με αστραπές, δώσ' την σε όλους τους ανθρώπους,
τους κακούς και τους δικαίους.
μα για τώρα εγώ δε θέλω να 'χω άλλο δισταγμό.
Πάρε όλη την αγάπη, σκόρπισε την μακριά.
Και στα πέρατα της γης, άπλωσε την σα σκιά.
Πάνω σε πλούσιους και φτωχούς, πάνω σε νέους και γέρους,
μοίρασε την με αστραπές, δώσ' την σε όλους τους ανθρώπους,
τους κακούς και τους δικαίους.
Κι όταν κάποτε λυγίσω και την λαχταρήσω πάλι, ίσως να σε ειδοποιήσω, για να μου τη φέρεις...
Και έτσι πήρε την αγάπη, μακριά μου πια πολύ.
Κι από τότε εγώ δεν έχω, ούτε δάκρυ, ούτε ψυχή.
Ίσως να το μετανιώσω, κάποια χρόνια πιο μετά, ίσως όμως και όχι τόσο, ποιος ξέρει, ίσως και ποτέ ξανά.
Κι από τότε εγώ δεν έχω, ούτε δάκρυ, ούτε ψυχή.
Ίσως να το μετανιώσω, κάποια χρόνια πιο μετά, ίσως όμως και όχι τόσο, ποιος ξέρει, ίσως και ποτέ ξανά.
Κι από τότε εγώ, το βράδυ, ατενίζω το φεγγάρι, κι από 'δω, απ' τα χαμηλά, νιώθω κάπως την αγάπη.
Theofilos Amoiradis
Δημοσίευση σχολίου