Γρηγόρης Αυξεντίου: Σύμβολο Αγώνα και Αντίστασης - Αποχαιρετισμός


Γρηγόρης Αυξεντίου: Σύμβολο Αγώνα και Αντίστασης - Αποχαιρετισμός

Όλες οι καμπάνες της Γης σήμαναν μεμιάς. 
Όλα τα ανθρώπινα μέτωπα ψηλά. 
Όλες οι καρδιές μεσίστιες.
Στο χωριό Λύση, ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστος, 
η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου
απ’ το δυνατό σαγόνι της κ’ είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της : 
Είμαι περήφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου. 
Ο πατέρας του πάλι, σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, αναγνώρισε το καμένο παιδί του απ’ τις  χοντρές Ελληνικές κοκκάλες του κι από κείνο το χρυσό κωνσταντινάτο, που άχνιζε στον κόρφο του και στον κόρφο του κόσμου.

Αποχαιρετισμός

Όλο σας αποχαιρετώ κι ακόμα μένω. Ναι, η πιο μεγάλη πράξη της ζωής μας είναι η απόφαση του θανάτου μας, 
όταν υπάρχει κάποια διέξοδος
όταν μπορείς και να τον αποφύγεις, 
και συ τον διαλέγεις σαν τιμή και σαν χρέος για τους άλλους, πιο πέρα απ’ τις ανάγκες σου.
Όποιος μπορεί να νικήσει μια στιγμή τη ζωή του νικάει και το θάνατο. Το ’μαθα.

Τα πάντα είναι ανύπαρχτα πριν τα σκεφτείς και πριν τα πράξεις.
Όχι μονάχα να τα σκεφτείς, ή μονάχα να τα πράξεις,
μα να τα πράξεις και να τα σκεφτείς μαζί. 
Και σεις, αδέρφια μου, πολύ με βοηθήσατε.
(Κανένας δεν υπάρχει μόνος χωρίς τη βοήθεια του άλλου.)
Εσύ που θα κλάψεις για το θάνατό μου με βοήθησες να πεθάνω με το κεφάλι ψηλά.
Εσύ που θα πάρεις το ντουφέκι μου να εκδικηθείς το θάνατό μου
με βοήθησες να πεθάνω ευτυχισμένος για σένα και για μένα.
Με βοήθησαν κι αυτοί που πέσανε πριν από μένα. Όπως και 'γω θα σας βοηθήσω.
Τούτη η ώρα δεν είναι για καυχησιές και ηρωισμούς, όταν βρίσκεσαι κατάφατσα με το θάνατο, και σας το λέω απλά, σα να στρίβω το τιμόνι του αμαξιού μου μιαν ανοιξιάτικη μέρα
για ν’ αποφύγω μια σύγκρουση μ΄ένα κάρο που το οδηγάει ένας ατζαμής χωριάτης
ή για να μη χτυπήσω ένα παιδί που παίζει ανύποπτο στη λιακάδα
ή ακόμα, ναι, (και τούτη η τρυφερότητα δεν είναι αταίριαστη σ’ έναν άντρα που πρόκειται να πεθάνει )
για να μη λιώσω ένα αγριολούλουδο που πήγε το μπαστάρδικο και φύτρωσε καταμεσίς στη δημοσιά
αθώο - αθώο και γαλανό σαν το μισόκλειστο ματάκι της πλάσης 
–ναι, τόσο απλά μπορώ να σας το πω, σα να στρίβω το τιμόνι του αμαξιού μου: 
«Τ’ αληθινό μπόι του ανθρώπου μετριέται πάντα με το μέτρο της λευτεριάς «. 
Τίποτ’ άλλο. Γεια σας.
Αν λυπάμαι για κάτι, είναι που πια δε θα μπορέσω να κάνω τίποτα για σας
(όχι σα φήμη ή σαν ιδέα ή σα θρύλος, μα με τούτα τα ίδια μου τα χέρια),
Έτσι να πούμε, να, να ρίξω και γω μια ντουφεκιά στον αέρα στη γιορτή της απελευθέρωσης
ή να φορτώσω σ’ ένα μεγάλο φορτηγό εκατό τσουβάλια ψωμί, διακόσια τσουβάλια πατάτες,
να σηκώσω κείνης της γριούλας τη ζαλιά τα ξύλα μες στο δάσος
να σηκώσω το άλογο του γέρου αγωγιάτη που ’πεσε μες στη λάσπη κάποιο βροχερό πρωινό
να δώσω μια κλωτσιά και γω στη μπάλα που παίζουν τα πατριωτάκια το δείλι στο γήπεδο
ή να δώσω μια σβερκιά στο φίλο ένα βραδάκι που θα λέει ένα άνοστο αστείο
ή να μοιράσω, μια μέρα που η δουλειά πήγε καλά, μια χαρτοσακούλα καραμέλες στα πιτσιρίκια της γειτονιάς μου
ή ν’ ακουμπήσω αυτά τα δυνατά μου χέρια, που σήμερα τα αγάπησα, σ’ ένα τραπεζάκι της Αμμόχωστος
και, δίχως να κοιτάω τα εργατικά μου χέρια, να τα νιώθω πως ξεκουράζονται πάνω στα πέτρινα γόνατα του φιλικού μας κόσμου.
....................................................................................
Άντε, γριά μάνα, μην αρχίσεις τώρα τις κλάψες. - Όχι; -
Έτσι σε θέλω. Ρωμιά. Σου παίρνω λες τη ζωή σου; 
Σου αφήνω την περηφάνεια σου.
Δε θα σε ιδεί ο εχτρός καμπουριασμένη. Το ξέρω. Θα πεις:
«Είμαι περήφανη για το γιο μου, – κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου».
Έτσι. Γεια σου, μάνα.
Ο πατέρας θα με γνωρίσει στο νεκροτομείο απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκκάλες μου, όμοιες με τις δικές του, κι απ’ το σταυρό της πατρίδας πού ’χα φυλαχτάρι μες στις τρίχες του κόρφου μου. 
Μιλάω για μένα σα να ’μαι ερωτευμένος με τα μένα, 
σα να ’ναι η Ρωμιοσύνη ερωτευμένη με τα μένα. Συχωράτε με.
Εσείς μου το δώσατε τούτο το δικαίωμα. Ευχαριστώ.
....................................................................................
Τώρα λοιπόν, βαθιά και σίγουρα, μπορώ να σας το πω, σα να οδηγάω, και πάλι, το αμαξάκι μου σ’ένα ασφαλτοστρωμένο δρόμο της Κύπρου, ίσα και παστρικά, ένα ολογάλανο κ' ήμερο πρωινό, 
– μπορώ να το πω: 
«Η αρετή μας είναι η αμοιβαία μας χρησιμότητα». 
Εν τάξει αδέρφια. Εδώ δεν είναι ακατόρθωτη 
η αδερφοσύνη για μας και για όλους.
....................................................................................
Με τούτη την αγάπη, λέω, που μια μέρα, οι ξύλινοι σταυροί θα μπουμπουκιάσουν τριαντάφυλλα – ναι, κι 
ο δικός μου ο σταυρός, ο καμένος, ο πέτρινος·
με τούτη, λέω, την αγάπη μια μέρα θα λυγίσουμε κείνους που φέρνουν τ’ άδικο και σπέρνουνε το μίσος. 
Τούτη είναι η εντολή μου -
μ’ όλο που αυτή την ώρα δεν το ξέρω το μίσος, 
σα να μην το ’μαθα ποτές ή να το ξέχασα. Γεια σας. 
Όλο ετοιμάζουμαι να φύγω. Όλο σας αποχαιρετώ, κι ακόμα στέκω σαν κάτι να ’χω να προστέσω ακόμα 
στον κόσμο. 
Σα να ’χω να προσφέρω λίγη ακόμα ευτυχία σε σας απ’ το μεδούλι μου.
Θυμάμαι - καλοκαιριάτικο σούρουπο ήταν – σταμάτησα τ’ αμάξι μπροστά σε μια καλύβα. Διψούσα.
Μια μαυροφορεμένη γριά με φίλεψε με το κανάτι δροσερό νερό.
«Φχαριστώ γιαγιά», της είπα. 
«Καλή λευτεριά, γιε μου», απόκρίθηκε.
«Καλή λευτεριά, γιαγιά» της ξανάπα - κ’ ένιωσα πως της την χρωστάω.
Μού ’βγαλε το κασκέτο και μου σφούγγισε με το χέρι της το κούτελό μου. 
(Ξέρετε, κι οι γριές μπορούνε να χαμογελάνε.) 
Τη λευτεριά το λοιπόν ο καθένας μας τήνε χρωστάει σ’ όλους.
Μια λευτεριά μονάχα για τον ένα δε φελάει σε τίποτα (αν υπάρχει).
Τίποτα δεν είναι μήτε για τον ίδιον. 
«Άντε γεια σου γιαγιά. Καλή λευτεριά, το λοιπόν» 
- κι έτριψα λίγο τα μάτια μου - έπεφτε κιόλας γαλανό το θάμπος της βραδιάς, δεν καλόβλεπα.
Κι όπως τράβηξα πάλι με χαμηλωμένα τα δυο φώτα μου (γιατί έφεγγε ακόμα)
ένιωθα ν’ ανεβαίνω με τ’ αμάξι μου, μαζί και ο μέγας κάμπος της Μεσαορίας, βαθύς και σιωπηλός, αχνισμένος απ’ το αργό φεγγαρόφωτο, ένιωθα ν’ ανεβαίνω ίσα στον ουρανό
κ’ ένιωθα το φεγγάρι που με χτύπησε κατάστηθα ολόδροσο,
σάμπως χρυσό κωνσταντινάτο το φεγγάρι κρεμασμένο μ’ ένα σπάγγο απ’ το λαιμό μου,
να με δροσίζει τη καρδιά και λίγο – λίγο να ζεσταίνεται και ν’ αχνίζει στον κόρφο μου.
Κι έλεγα: δε φτάνει το τραπέζι, μήτε κάμποσος παράς στην τσέπη, μήτε το ψωμί και το φιλί – 
δε φτάνει ο άνθρωπος είναι πιο τρανός απ’ την καθημερνή την έγνοια του.
Κι έλεγα πάλι που ο άνθρωπος αρχίζει την έγνοια του για το ψωμί
κι όλο τραβάει πιο πέρα απ’ τη σκλαβιά του
από σκλαβιά σε σκλαβιά, από ξεσκλάβωμα σε ξεσκλάβωμα,
απ’ το ξεσκλάβωμα της πατρίδας στο ξεσκλάβωμα του κόσμου ώσπου να νιώσει, μπαίνοντας ίσα στον ουρανό, ν’ αχνίζει το φεγγάρι στον κόρφο του,
ώσπου να κλάψει μια νύχτα από αγάπη για όλο τον κόσμο. 
Έτσι άφησα σ’ ένα χαντάκι τ’ αμάξι μου. Πήρα τ’ όπλο. Κι ανέβηκα στο βουνό.
Έτσι βρέθηκα σε τούτη τη σπηλιά που το στόμιό της βλέπει ολόισα τον ήλιο. 
- Το στρογγυλό της στόμιο είναι ο ίδιος ο ήλιος που θα τον νιώσω πάλι δροσερό, καθώς θα με περνάνε,
(όπως κείνη τη νύχτα το φεγγάρι) - θα τον νιώσω δροσερό κωνσταντινάτο να μου δροσίζει το καμένο στήθος, κι έτσι λίγο – λίγο να ζεσταίνεται ο ήλιος και ν’ αχνίζει στον κόρφο μας. Γεια σας. 

ΑΘΗΝΑ Μάρτης 1957
Ποιήματα Γ΄

Στις 3 Μαρτίου 1957, ο έφεδρος ανθυπολοχαγός και υπαρχηγός της ΕΟΚΑ, Γρηγόρης Πιερή Αυξεντίου, προτίμησε να παραδοθεί στις φλόγες παρά στον βρετανικό αποικιακό στρατό, διδάσκοντας έτσι το τελευταίο μάθημα στους συναγωνιστές του, το πως αγωνίζονται και πεθαίνουν οι Έλληνες για την λευτεριά. Ο Σταυραετός του Μαχαιρά, κάηκε ζωντανός στο κρησφύγετο του, δείχνοντας ότι το ελληνικό σθένος υπερβαίνει την φυσική ανάγκη του ανθρώπου για επιβίωση. Μπορεί το σώμα του να χάθηκε μέσα στις φλόγες αλλά το μήνυμα της θυσίας του όχι μόνο έμεινε άθικτο αλλά ενδυναμώθηκε και συνεχίζει να εμπνέει τον κυπριακό Ελληνισμό.

Η θυσία του Αυξεντίου, όπως και των άλλων αγωνιστών της ΕΟΚΑ είναι αυτή που μας κρατά όρθιους. Ο Γρηγόρης δεν δείλιασε μπροστά στο θάνατο, δεν δείλιασε μπροστά στον υπεράριθμο βρετανικό στρατό, αγνόησε τη λογική και πρόταξε ένα αντρίκιο ελληνικό εγωισμό. Ένας εγωισμός και μια άκαμπτη αξιοπρέπεια που έμειναν ατόφια μέσα στις φλόγες. Μια πράξη αυταπάρνησης που μπολιάζει ακόμα την ψυχοσύνθεση των Ελλήνων της Κύπρου με περηφάνια και μας δίνει δύναμη παρά τον εθνικό ξεπεσμό της σημερινής κοινωνίας μας που αποτυπώνεται στον συμβιβασμό της πολιτικής μας ηγεσίας με τον πάγιο τουρκικό στόχο στην Κύπρο, την διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία.

Το απανθρακωμένο σκήνωμα του Γρηγόρη, αλλά και εκείνο το Μολών Λαβέ, μας θυμίζουν ότι οι χρυσές σελίδες στην ιστορία του Ελληνισμού δεν γράφονται με συνθηκολογήσεις και οδυνηρούς συμβιβασμούς αλλά με αίμα, αγώνα και αταλάντευτη προσήλωση στις παρακαταθήκες του έθνους. Η παρακαταθήκη του Ζήδρου και της ΕΟΚΑ δεν είναι το Ζυριχικό κράτος, αλλά η ιεράρχηση της ελευθερίας και συγκεκριμένα του πόθου για Ένωση με τον μητροπολιτικό κορμό, πάνω από την ατομική ευμάρεια και επιβίωση, πάνω από την αξία της ζωής. 

Το ολοκαύτωμα του Αυξεντίου αλλά και γενικότερα ο ένδοξος αγώνας της ΕΟΚΑ απέδειξαν πως η αγάπη προς το έθνος, την παράδοση και την ιστορία μας, δηλαδή η ελληνική εθνική συνείδηση, είναι αυτή που μας κρατά ακόμα αποφασισμένους να αγωνιστούμε μέχρι τέλους για να δικαιώσουμε το αίμα των ηρώων μας.

Αυτό το μικρό νησί στο νοτιοανατολικό άκρο της Ελλάδας, γέννησε τον Αυξεντίου. Δεν πρόκειται να αφήσουμε τους εντός των τειχών σκλάβους φοβικών συνδρόμων και θιασώτες της ομοσπονδιακής υποδούλωσης να αναποδογυρίσουν την ελληνική ιστορία, πετώντας αδιάφορα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας την θυσία του υπαρχηγού της ΕΟΚΑ και τον προαιώνιο πόθο για λευτεριά και αυτοδιάθεση.

Γραφείο Τύπου
ΜΕΤΩΠΟ Κυπρίων Φοιτητών Ηνωμένου Βασιλείου




Δημοσίευση σχολίου

Copyright © 2025 Ακουσε με. Designed by John Tsipas