Σὰν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεῖ
ἀόρατος θίασος νὰ περνᾶ
μὲ μουσικὲς ἐξαίσιες, μὲ φωνές—
Σε οτιδήποτε και οποιονδήποτε υπάρχουν και οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Επιλέγεις τη σωστή ή αποχαιρετάς την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Με λένε Πέτρο. Με λένε Παύλο. Με λένε Γιώργο. Με λένε Δημήτρη.
Έχω όνομα και είμαι Κάποιος.
Έρχομαι από πίσω σου, από επάνω σου, από δεξιά κι αριστερά, από κάτω σου.
Σε περιβάλλω. Έχω μια γροθιά και σού γκρεμίζω τον κόσμο.
Έχω αξία, αναγνωρίζομαι.
Η σκηνή είναι η δική μου δύναμη.
Την αντλώ από τα φώτα της, που εσένα μόνο τυφλώνουν.
Γιατί τα δικά μου μάτια έχουν συνηθίσει.
Κλειδώνω τις πόρτες σου, άλλοτε με κραυγές άλλοτε με ψιθύρους.
Δεν σε ακούω, δεν με νιάζεις.
Τραβώ την αυλαία με έπαρση.
Εγώ την έχω ράψει στα δικά μου μέτρα και σταθμά, της έχω δώσει ωστόσο τις δικές σου σάρκες και οστά. Ποιος Πολύφημος άραγε με κατατρέχει;
Εφόσον τραγικός ήρωας γεννήθηκα, σαν τέτοιος θα ολοκληρώσω την αποστολή μου.
Κάπου απομονωμένος θα βρεθώ, αφού ο κόσμος όλος δεν με φτάνει.
…τὴν τύχη σου ποῦ ἐνδίδει πιά, τὰ ἔργα σου
ποῦ ἀπέτυχαν, τὰ σχέδια τῆς ζωῆς σου
ποῦ βγῆκαν ὅλα πλάνες, μὴ ἀνοφέλετα θρηνήσεις.
ποῦ ἀπέτυχαν, τὰ σχέδια τῆς ζωῆς σου
ποῦ βγῆκαν ὅλα πλάνες, μὴ ἀνοφέλετα θρηνήσεις.
Πρὸ πάντων νὰ μὴ γελασθεῖς, μὴν πεῖς πῶς ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πῶς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου·
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μὴν καταδεχθεῖς
ἕνα ὄνειρο, πῶς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου·
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μὴν καταδεχθεῖς
.

.
Τέτοια μύτη διαθέτω, τα μυρίζομαι όλα, κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για την πάρτη μου.
Τους έχω ξεγελάσει όλους, είμαι υπεράνω ηπείρων και σταθμών.
Κάποιες με κυνηγούν ακόμη, ψελλίζουν το όνομά μου. Υποκύπτω στο πρόσκαιρο, ώσπου γίνεται μόνιμο. Φλόγες πετούν τα μάτια μου, όμως δεν αγγίζουν την ψυχή μου. Την έχω παραδώσει ήδη προ καιρού άλλωστε κάπου.
Βράχος έγινα, πέτρα σκληρή, άψυχη, άηχη και γκρίζα. Σε παγκάκια και σανίδια, ανακάλυψα τη δική μου «ευτυχία», τη δική μου δύναμη.
Η αδιαφορία των άλλων με θρέφει. Παρατηρώ τα χέρια και τα πόδια μου, συνεχώς ψηλώνουν, μετατρέπονται τα άκρα μου σε κάτι το ακραίο.
Το κεφάλι μου συμπάσχει, θέλει να βγει, να φωνάξει την ελευθερία της σάρκας και των σαρκοβόρων μου νυχιών.
Γρατζουνώ το τζάμι της φυλακής μου, του προσωπικού μου νησιού, όπου βρίσκομαι εξ απαλών ονύχων βαθιά μπλεγμένος.
Έτσι μεγάλωσα, να με δείχνουν με το δάχτυλο και να μου λένε μη και μπράβο.
Με τα μη και τα μπράβο τους χτίζονται ολόκληρα βουνά.
Κι εγώ στην κορυφή κυρίαρχος. Και μόνος.
Αυτές ακόμη με κυνηγούν.
Δεν αναγνωρίζω τίποτε, παρά μόνο γκρεμός και ρέμα, μπροστά και πίσω μου.
Σέρνω τα βήματά μου. Και ναι, κατάφερα να ΄μαι χειρότερος από όλα τα αρνητικά στερεότυπα που φίλτραρα.
Οι Ερινύες μου κάνουν δρόμο να περάσω. Άσκοπο να ασχολούνται με ένα απλό όνομα, ανήθικο κι ανούσιο μαζί. Αμαρτίες γονέων… θα μου πείτε. Κι αυτό ένα μοτίβο κατέληξε να είναι.
Παραμένω ωστόσο μιαν απλή πέτρα σε ένα απάτητο βουνό.
Την πέτρα τη διαχειρίζεσαι, το βουνό όμως μπορείς;
Σὰν ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, σὰ θαρραλέος,
σὰν ποῦ ταιριάζει σε ποῦ ἀξιώθηκες μιὰ τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερὰ πρὸς τὸ παράθυρο,
κι ἄκουσε μὲ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι
μὲ τῶν δειλῶν τὰ παρακάλια καὶ παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τοὺς ἤχους,
τὰ ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποῦ χάνεις.
σὰν ποῦ ταιριάζει σε ποῦ ἀξιώθηκες μιὰ τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερὰ πρὸς τὸ παράθυρο,
κι ἄκουσε μὲ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι
μὲ τῶν δειλῶν τὰ παρακάλια καὶ παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τοὺς ἤχους,
τὰ ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τὴν Ἀλεξάνδρεια ποῦ χάνεις.

Σε ονόμασαν Κανέναν.
Αγγίζεις το κόκκινο της αυλαίας, κλαις πίσω από τις μάσκες σου, μπαίνεις στα γράμματα των κειμένων που λαχταράς, τα ψελλίζεις, τα φωνάζεις, με θαυμασμό και απορία για το ποιος είσαι και πόσο καλά το έχεις κατανοήσει.
Για εσένα γράφτηκαν τα γράμματα, εσύ είσαι ο ήρωας πίσω από την ιστορία. Σε λένε Αντιγόνη. Σε λένε Μήδεια. Σε λένε Προμηθέα. Σε λένε Οιδίποδα.
Εάν κανείς σε ανοίξει διάπλατα, θα δει μέσα σου μια καρδιά μεγάλη, που συνεχώς ψηλώνει, δεν χωρά στα στήθη… κι έναν νου με πολλές πτυχές, χρωματιστό, ανέμελο, ίσως τραγουδά, ίσως χορεύει.
Δεν αμπαρώνεις τις πόρτες, τις γκρεμίζεις.
Χαϊδεύεις την κουΐντα τρυφερά, παρατηρείς το βάθος της σκηνής, αναρωτιέσαι…τι ψυχή χρειάζεται και πάλι να καταθέσεις. Ντρέπεσαι. Περπατάς ανυπόδητος σε σανίδια που τρίζουν. Σαν παράδειγμα μοιάζεις, γεμάτος λάθη.
Όμως η δύναμή σου να τα αποδέχεσαι αποδεικνύει την καθαρή σου στόφα.
Τα χαϊδεύεις, πάμε πάλι από την αρχή, λες.
Η δική σου πτώση είναι και η απαρχή ενός σύμπαντος αρχών, ιδανικών, ιδεών.
Οι Ερινύες σε ακολουθούν ευλαβικά κι εξαφανίζονται. Υπάρχει πλήρης πειθαρχία στην ελευθερία σου να είσαι καλός ή κακός. Επιμένεις να επιλέγεις το πρώτο, την ταπεινή σου κάθαρση.
Φυλάξου μόνο λιγάκι από τα λογής λογής βουνά.
Γιατί είσαι Ηθοποιός, όχι πετραδάκι.
Να έχεις συνεχώς στο μυαλό σου την Αλεξάνδρεια που φεύγει και χάνεται.
Δημήτρης Χορν
"Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον"
Απαγγελία του ποιήματος του Καβάφη από τον Χορν, με μουσική υπόκρουση το βαλς των χαμένων ονείρων του Χατζηδάκη.
Δημοσίευση σχολίου