Απόσπασμα από την Εκπομπή της ΕΤ 1 "Μουσική Παράδοση" με τον Παναγιώτη Μυλωνά η Χορωδία του Πολιτιστικού Συλλόγου "Ο Αίθωνας" (Διευθυντής ο Νικόλας Αφάντενος) αποδίδει τα "Παραξυπνήματα του Γάμου", στον προαύλιο χώρο της Παναγίας Τσαμπίκα, στις 2 Ιουλίου του 2009.
Τα παραξυπνήματα, ένα έθιμο του Γάμου στον Αρχάγγελο της Ρόδου που έχει πλέον χαθεί.
οι συγγενείς χαιρετούν το αντρόγυνο και φεύγουν.
Οι εκδηλώσεις του γάμου όμως δεν τελειώνουν στη φάση αυτή, πριν από λίγα χρόνια, από όλους ανεξαιρέτως, αυτές συνεχίζονταν τη Δευτέρα ακόμα και την Τρίτη.
Στις μέρες μας τούτο το εφαρμόζουν λίγοι και μάλιστα όσοι είναι πιστοί στις ωραίες παραδόσεις. Το γλέντι σήμερα γίνεται μόνο την ημέρα του γάμου αμέσως μετά το γαμήλιο τραπέζι.
Το απόγευμα λοιπόν της Δευτέρας όλοι πάλι οι συγγενείς και φίλοι μαζεύονται στην αυλή του σπιτιού των νιόπαντρων, για να τραγουδήσουν στο αντρόγυνο τα «παραξυπνήματα».
Λέγονται «Παραξυπνήματα» γιατί είναι σαν να έχουν ξυπνήσει εκείνη την ώρα. Στην πραγματικότητα όμως έχουν ξυπνήσει πολύ πιο πριν.
οι κανακιστάδες κι άλλες καλλίφωνες γυναίκες.
Και λάμπει η ανατολή και η δύση καμαρώνει.
Κι αμέσως, αφού πρώτα κλειστεί το αντρόγυνο μέσα στο σπίτι, τα όργανα αρχίζουν τον σκοπό των παραξυπνημάτων και οι κανακιστές:
τώρα εξημέρωσε, τώρα εξεφώτισε
τώρα εναστόρησα, τώρα την εγνώρισα.
Ξύπνα νιε και νιόγαμπρε, ξύπνα και ξημέρωσε.
Ξύπνα και την πέρδικά σου, που χυμίζεται κοντά σου.
Τα πουλάκια κελαηδούσι κι οι άνθρωποι περπατούσι
κι οι εκκλησιές σημαίνουσι κι ευλογητό δεν βάλουσι
μόνο εσάς λαμένουσι.
Ξύπνα νιε και νιόγαμπρε, ξύπνα και ξημέρωσε…
Ξύπνα να πάμε στο γιαλό, να δεις παπγίτσες του λιβαδιού.
Ξύπνα να πάμε στον παξέ, που’χει πολλές τριανταφυλιές
γεμάτες τριαντάφυλλα, ανοιμένα και κλειστά
μυριστά κι ευωδιαστά.
Παράτα με να κοιμηθώ, γιατί τον ύπνο αγαπώ.
Άνοιξέ μου θα ανοίξω, για την πόρτα θα τσακίσω.
Ποιος είσαι συ ω ξένε μου που θέλεις να ξυπνήσω;
Εγώ ήμουν που στα’στειλα τα μήλα στο μαντήλι
τα μήλα τα δαμάσκηνα και το γλυκό σταφύλι.
Για πες σημάδια της αυλής, ν’ανοίξω να μπεις μέσα.
Ελιάν έχεις εις την αυλή, μπλεγμένη μες το κλήμα
κάμει σταφύλι ροζακί, κάμει κρασί μοσχάτο
κι όποιος περάσει και το πει πάλι ξαναζητά το.
Αυτά ξένε μου ξέρει τα η γειτονιά και λε σου τα.
Για πες σημάδια του κορμιού, ν’ανοίξω να ’μπεις μέσα.
Έχεις ελιά στο μάγουλο κι ελιά στην αμασχάλη
κι ανάμεσα στο στήθος σου ήλιο και το φεγγάρι.
Σύρετε δούλοι ανοίξετε, του ξένου να μπει μέσα
για να χορτάσει ο νιος φιλί, κι η κόρη τες αγκάλες.
Φωνάξτε τη μάνα της, που πλάγιαζε αντάμα της
και την εμοσκανάθρεψε και την εχρουσοπάντρεψε
σ’αυτόν τον νιο την έδωκε και την εφιλαρεύτηκε.
Φωνάξτε το (α)φέντη της, να πάει να φέρει ένα τανά
να τον εξεφαντώσουμε, και να τον παραξυπνήσουμε.
Ξύπνα νιε και νιόγαμπρε, ξύπνα και ξημέρωσε
ξύπνα και την πέρδικά σου, που χυμίζεται κοντά σου.
Δημοσίευση σχολίου