Δημόσια Πρόσωπα: Jules Dassin


Τον πατέρα μου τον έλεγαν Τζουλς Ντάσιν.
Ο πατέρας του ήταν κουρέας.
Ο πρώτος του αδερφός ήταν παντοπώλης,
ο δεύτερος γαλατάς, ο τέταρτος γουναράς,
αλλά ο τρίτος γιος ο Ζυλ,
αρνήθηκε να γίνει κάτι αντίστοιχο.

Άφησε το σχολείο,
πήγε σε μια ακρόαση για ηθοποιούς
και πέτυχε.

Ο σκηνοθέτης
Μπένο Σνάιντερ τον έκανε να καταλάβει
ότι έπρεπε να γίνει σκηνοθέτης.

''Εσύ στην ουσία δεν παίζεις'', 
του είπε.
''Σκηνοθετείς τον εαυτό σου''.

Έτσι ο νεαρός Ζυλ,
άρχισε να σκηνοθετεί για το θέατρο.

Σε μια παράσταση
που έκανε στο Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν,
τον ανακάλυψαν και του πρότειναν
να πάει στο Χόλιγουντ.

Την εποχή εκείνη
ήταν ντροπή για τους ''διανοούμενους''
της Νέας Υόρκης,

να ''πουληθούν'' στους ''βάρβαρους''
της Καλιφόρνιας.

Παρ' όλα αυτά πήγε,
διότι αυτό θα του επέτρεπε να ζήσει.
Ήταν όμως δυστυχής εκεί.

Οι σκηνοθέτες
ήταν στην υπηρεσία των διευθυντών των στούντιο,
οι οποίοι ήταν άνθρωποι ακαλλιέργητοι και χυδαίοι.

Οι γονείς του πατέρα μου ήταν Εβραίοι
που είχαν έρθει στο Κονέκτικατ
από την Ανατολική Ευρώπη.

Εκείνη την εποχή,
όσοι είχαν καταγωγή από άλλες χώρες,
ήταν έντονα πολιτικοποιημένοι.

Οι Εβραίοι από την Ευρώπη,
ήταν συχνά κομμουνιστές.

Λόγω ακριβώς αυτής της πολιτικοποίησής του,
τον έβαλαν στη Μαύρη Λίστα.

Αυτό τον συνέθλιψε ψυχικά,
τον ανέκοψε από την καλλιτεχνική του πορεία,

αλλά δεν τον έκανε να προδώσει
τους ομοτέχνους του.

Διότι ο πατέρας μου,
ως άνθρωπος του δρόμου,

είχε πάντα ως αρχή ότι
τον φίλο σου δεν τον προδίδεις ποτέ.

Και αυτό ήταν για εκείνον,
μια πολιτική αλλά και μια ηθική στάση.

Ο ίδιος προδόθηκε
από ανθρώπους που αγαπούσε,
όπως ο σκηνοθέτης Έντουαρντ Ντμίτρικ.

Όμως το μεγάλο δράμα,
η μεγάλη οδύνη της ζωής του,

ήταν ότι ο αγαπημένος του φίλος Ελία Καζάν,
λύγισε και έδωσε ονόματα στην Επιτροπή.

Ο Ζυλ δε συγχώρεσε ποτέ τον Καζάν,
ίσως γιατί τον αγαπούσε πολύ.

Ίσως ακόμα διότι πίστευε,
ότι ήταν ήδη πολύ αναγνωρισμένος στη δουλειά του
και θα μπορούσε να μην το κάνει.

Ο Καζάν, έκτοτε, προσπάθησε πολλές φορές
να έρθει σε επαφή με τον πατέρα μου,
αλλά αυτός δεν δέχτηκε ποτέ.

Σε όλη του τη ζωή, όμως, μιλούσε για τον Ελία.
Τον αγαπούσε πραγματικά σαν αδερφό του.

Η μητέρα μου ήταν όμορφη. Γοητευτικά όμορφη.
Ήταν μουσικός. Βιολονίστα.
Έναν άντρα αγάπησε στη ζωή της,
 τον πατέρα μου.

Μεταξύ τους υπήρχε κάτι πολύ βαθύ,
κάτι που τους έφερνε κοντά σε όλη τους τη ζωή,
χωρίς πάντα να το επιδιώκουν,

όπως με τον θάνατο του Τζο,
του αδελφού μου,
που ήταν γι' αυτούς μια τραγωδία.

Ο Ζυλ, λοιπόν,
40 μέρες μετά τον θάνατο της Μελίνας,

ήρθε στη Γαλλία να δει τη μητέρα μου,
που ήταν ήδη βαριά άρρωστη,
κι έπεσε στην αγκαλιά της.

Εκείνη τη στιγμή,
είχα ξανά δύο γονείς που αγαπιούνταν.

Η μητέρα μου, στην ουσία,
τον περίμενε για να πεθάνει.

Τον περίμενε με τη δύναμη της καρδιάς,
διότι η δύναμη του σώματος δεν υπήρχε πια.

Και έξι μέρες μετά, έφυγε,
με το χέρι της μέσα στο δικό του.

Ο Ζυλ ερωτεύτηκε τρελά τη Μελίνα.

Το ''Ποτέ την Κυριακή''
είναι η έκφραση της λατρείας του προς αυτήν.

Και φυσικά,
η Μελίνα ήταν ο λόγος που ήρθε στην Ελλάδα.

Αν δεν υπήρχε η Μελίνα,
θα είχε γυρίσει στην Αμερική
και θα έκανε ταινίες εκεί.

Ο πατέρας μου αγάπησε τον ελληνικό πολιτισμό
αλλά όχι και τη συμπεριφορά των Ελλήνων.

Ένιωθε ένα χάσμα
ανάμεσα στον πολιτισμό που λάτρεψε

και τη συμπεριφορά των ανθρώπων,
μια συμπεριφορά που τον έκανε να απομονωθεί.

Ήθελε να επιστρέψει στη Νέα Υόρκη.

Η Μελίνα, όμως, ήταν στο σπίτι της
και κάτι τέτοιο δεν το συζητούσε καν.

Όταν η Μελίνα έφυγε, εκείνος κατέρρευσε.
Δεν είχε πια τη δύναμη να το κάνει.

Ελάχιστοι στάθηκαν στο πλάι του.

Τον στήριξε πολύ η Μελίτα Κούρκουλου.
Για τους άλλους ήταν ξένος και άχρηστος.

Πονούσα στη σκέψη
ότι ο μπαμπάς μου ενώ είχε δώσει τόσα πράγματα
στην Ελλάδα, δεν υπήρχε πια για κανέναν.

Έβαλε όλες του τις δυνάμεις
για να γίνει το Μουσείο Ακρόπολης.

Και τώρα υπάρχει.
Υπάρχει για τα παιδιά της Ελλάδας.

Γι' αυτά ήθελε να το κάνει,
για την εκπαίδευσή τους.

Η ιδέα ήταν δική του.

Αγωνίστηκε, πρόσφερε,
και στο τέλος είχε μείνει κατάπληκτος

με την αγνωμοσύνη όλων εκείνων
που έτρωγαν στο τραπέζι του νύχτα και μέρα,

και που, όταν στο τέλος έμεινε πια μόνος,

δεν έβρισκαν το χρόνο ούτε να του ευχηθούν
''Καλή Χρονιά''.

Την τελευταία μέρα, τον είδα να κοιτά
προς μια γωνιά του δωματίου του,

όπου πάνω στον λευκό τοίχο
έβλεπε τη νεκρή μητέρα του και την αδελφή του
να τον καλούν.

Με την ελάχιστη δύναμη που του είχε απομείνει,
ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του ψελλίζοντας:

''Η μητέρα μου! Η αδελφή μου, η Μπέτι! Είναι εδώ!''

Και ξεψύχησε.

Ρισέλ Ντασέν

Σαν σήμερα,

 31 Μαρτίου 2008

έφυγε από τη ζωή ο Jules Dassin 


Πηγή:
kathimerini. gr

Αποσπάσματα από συνέντευξη
στον Γιώργο Αρχιμανδρίτη
Gialla Vespa

Δημοσίευση σχολίου

Copyright © 2025 Ακουσε με. Designed by John Tsipas