Θάλασσα, μάνα.. αλμύρα μου εσύ!
Γράφει η Ανθή Γεώργα
Κανένα στοιχείο της φύσης δεν αγάπησα πιο πολύ
απ’ τη θάλασσα.
Όλη η ζωή μου, όλα τα μέρη που αγάπησα,
όλες οι όμορφες θύμησες κοντά στη θάλασσα.
Τα καλοκαίρια στο νησί,
κι η μισή ζωή των προγόνων μου μέσα στη θάλασσα,
άλλοτε να παλεύουν με τα κύματα,
άλλοτε να αλιεύουν προς τέρψη μας τους θησαυρούς της.
Η παιδική χαρά που μας πήγαινε κάθε Κυριακή ο μπαμπάς
στο Τροκαντερό,
ο τόπος που διάλεξα να ζω,
σε απόσταση αναπνοής από τη θάλασσα.
Όταν με ρωτάνε «γιατί»,
τους απαντώ ότι πνίγομαι μακριά,
νιώθω πως θα πιάσει φωτιά ο τόπος και δε θα μπορώ να σωθώ.
Γιατί η θάλασσα
είναι λύτρωση,
είναι δροσιά,
είναι ελευθερία,
είναι απέραντη,
είναι γαλάζια,
είναι η μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου.
Με μια θάλασσα μπροστά στα μάτια του,
κάθε άνθρωπος γίνεται καλύτερος.
Εκεί γεννιούνται και καρποφορούν οι έρωτες,
εκεί καταφεύγουν οι πληγωμένες καρδιές, ενώνοντας
την αλμύρα από τα δάκρυα τους με αυτή της θάλασσας.
Στη θάλασσα οι εξομολογήσεις και οι περίπατοι.
Με παρέα ή χωρίς, όταν οι εντάσεις σε φτάνουν στα όρια,
και η περίσταση απαιτεί μοναχικότητα
και αλήθεια του εαυτού σου.
Στη θάλασσα που μας ενώνει,
στη θάλασσα που μας χωρίζει,
στη θάλασσα του ταξιδιού αλλά και της Οδύσσειας.
Στη θάλασσα που μας θαλασσοπνίγει,
σ’ αυτή που σα γιγαντιαία υγρή μήτρα μας χαρίζει
τ’ ατέλειωτα γεννήματα της,
κι εμείς την ερημώνουμε μέσα από ληστρική αλιεία και αλόγιστη μόλυνση.
Στη θάλασσα που συμβολίζει τους ανεξερεύνητους θησαυρούς του συλλογικού ασυνείδητου και ταυτόχρονα τους σκοτεινούς βυθούς της ανθρώπινης καταστροφικότητας.
Στη θάλασσα που κάθε Καλοκαίρι μας ξανακάνει βρέφη
μέσα στην δροσερή αγκαλιά της και κάθε Χειμώνα απειλεί
να μας καταπιεί με την μανία της.
Στη θάλασσα των Μινωιτών και των αρχαίων λαών
της Μεσογείου,
των ψαράδων,
των εμπόρων και των εξερευνητών,
των πολεμιστών,
των πειρατών και των σκλάβων.
Στη θάλασσα
των σύγχρονων ξεριζωμένων και ξεπουλημένων προσφύγων.
Στη θάλασσα της συνύπαρξης,
στη θάλασσα της επιβίωσης, του μεροκάματου, του ξενιτεμού.
Στη θάλασσα που συνεκδοχικά είναι η Ελλάδα.
Ταυτισμένη με τον ήλιο, και τα νησιά.
Μια χώρα που ακόμα και η αχανής πρωτεύουσά της έχει τόσο μπλε , που μας κάνει τη χάρη να μπορούμε να το γευόμαστε ασύστολα.
Τα κύματα του Σεπτέμβρη σκάνε μελωδικά.
Είναι για λίγους, για μας τους εραστές, όταν οι περισσότεροι έχουν κουραστεί από το θέρος.
Αυτά τα κύματα περίμενα, κάθε Σαββατοκύριακο να γευτώ, αξιοποιώντας κάθε δευτερόλεπτο που αφήνει ελεύθερο η σε επανεκκίνηση ρουτίνα.
Αυτά τα κύματα που σκάνε μαύρα εδώ και πέντε μέρες.
Βυθίστηκε δεξαμενόπλοιο είπαν,
«στείλαμε μηχανήματα» είπαν,
«αντιδράσαμε έγκαιρα» είπαν,
«η παραίτηση μου είναι στη διάθεσή σας» είπε κάποιος, «κολυμπήστε ελεύθερα» είπε κάποιος άλλος,
«ρηχά είναι, μπείτε» κάποιος τρίτος,
θα αξιώσουμε αποζημίωση κάποιος τέταρτος.
Ποιος αλήθεια μπορεί να αποζημιώσει,
ποιος μπορεί να αποτιμήσει τη μαυρίλα στην ψυχή;
Πόση, αλήθεια, ζωή θα μας πάρετε ακόμα;
Δεν καταστρέφετε μόνο το περιβάλλον,
μαυρίζοντας τη θάλασσα.
Μαυρίσατε την ελευθερία μας,
τη δροσιά μας,
την ελπίδα μας,
την περηφάνια,
την αγάπη μας.
Καταλάβατε κύριοι για ποια κηλίδα μιλάμε;
Αυτή την κηλίδα
που αμαυρώνει τις ψυχές και τις ζωές μας
θα καταφέρουμε να τη σβήσουμε ποτέ;
Πηγή:



Δημοσίευση σχολίου