
Παράξενο πρωί εκείνο το πρωινό. Αλλιώτικα, θολά, μουντά, παράξενα.
Λες κι ο Θεός είχε αποφασίσει πως αυτό το πρωινό, έπρεπε όλα να είναι αλλιώς. Σαν παιδική ζωγραφιά, μ' ευθείες γραμμές, πεντακάθαρες.
Κι όμως, δεν θα πρεπε να είναι έτσι. Ο κόσμος πολύς, φώναζε, κραύγαζε, συνωστιζόταν κι έπρεπε κανονικά να έχει σηκωθεί τόση σκόνη που τίποτα να μην φαίνεται.
Εκείνη όμως όλα πεντακάθαρα τα έβλεπε κι ας ήταν τα μάτια της γεμάτα δάκρυα.
Περπατούσε σκυφτή ανάμεσα στο πλήθος, που ακολουθούσε τον Ιησού στον δρόμο του μαρτυρίου.
Όχι, δεν ήταν για Εκείνον εκεί. Εκείνη ανέβαινε για να είναι κοντά στον γιο της τις τελευταίες του στιγμές. Κοντά στον γιο της, που σήμερα θα σταυρωνόταν, μαζί με άλλους δύο.
η μάνα του ληστή.
Τα δάκρυα έκαιγαν τα μάγουλά της, ίδια με τα δάκρυα που έχυσε, όταν τον πρωταντίκρυσε στην αγκαλιά της, ένα τόσο δα μωράκι που φώτισε όλον τον κόσμο της.
Σήμερα αυτό το μωράκι θα σταυρωνόταν, θα πέθαινε ατιμωτικά μαζί μ άλλους δύο και μάλιστα μπροστά σε τόσο κόσμο.
Φώναξε, έκλαψε, ούρλιαξε. Όχι, ο γιος της δεν ήταν ληστής. Ήταν ένας καλός άνθρωπος, που πάντα είχε έναν καλό λόγο για όλους, της φαινόταν απίστευτο να είναι το παιδί της αυτό.
Ο κόσμος την έσπρωχνε, φώναζε ήθελε να ακολουθήσει Εκείνον που σήκωνε τον Σταυρό του κόσμου, ατιμασμένος κι αυτός, ματωμένος, πονεμένος.
Κάπου εκεί ήταν κι ο γιος της, δεν τον έβλεπε, έβλεπε μόνο Εκείνον κι έγινε για λίγο ο δικός της γιος:
«πού σε πάνε παιδάκι μου, γιατί γιε μου τόση ατίμωση;»
Έβγαινε καυτός ο λυγμός της ψυχής της, έβλεπε τον ξένο γιο που έγινε ο γιος της εκείνες τις στιγμές, που η ψυχή της μάτωνε.
Τύλιξε ακόμη πιο σφιχτά το μαντήλι στο κεφάλι της,
το χαμήλωσε μέχρι τα μάτια, να μην βλέπει και να μην την δουν.
Την κοίταξε στα κλεφτά, μέσα από τα δάκρυά της.
Στητή και περήφανη, λυπημένη μα όχι απελπισμένη σαν κι εκείνη, ποια να ήταν;
Από τον όχλο δεν ήταν, δεν ούρλιαζε σαν τους άλλους, δεν υπήρχε οργή ν αστράφτει το βλέμμα της.
Μια θλίψη αδιόρατη, όχι ο θρήνος των πιστών Του, ο,τι και να ήταν, ήταν κάτι χλιαρό.
Έστρεψε απότομα το κεφάλι της και την τσάκωσε που την κοιτούσε.
«Κι εσύ με τον Δάσκαλο είσαι;» την ρώτησε σιγανά.
Γύρω είχε στρατιώτες, βλοσυρούς κι αποφασισμένους, μπορεί να την συνελάμβαναν, ας πρόσεχε και λίγο.
Εκείνη χαμήλωσε το βλέμμα και κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
«Όχι, δεν είμαι με τον Δάσκαλο» απάντησε σιγανά κι εκείνη κι έστρεψε ξανά το βλέμμα σ' Εκείνον.
«Τότε; Γιατί κλαις;» ρώτησε δυνατά τώρα, τώρα ας άκουγε όποιος ήθελε.
«Σταυρώνουν και το δικό μου παιδί σήμερα» απάντησε κι έσκυψε ξανά το κεφάλι.
Ένιωσε την διπλανή της να τεντώνει το κορμί της, να ισιώνει τους ώμους και να σηκώνει περήφανα το κεφάλι της.
«Ω καημένη, μαύρη μάνα! Γι’αυτό κλαις με τόση απελπισία; Μεγάλος ο πόνος σου, αβάσταχτος» της είπε και την αγκάλιασε από τους ώμους.
Κάρφωσε το βλέμμα σ Εκείνον.
«Μάτωσαν τα χέρια σου και τα πόδια σου παιδί μου» σκέφτηκε αυτόματα.
«Πόσο να πονάς; Πόσο να υποφέρεις;»
Το αγκάλιασμα για κάποιον λόγο την έπνιγε, εκείνη της μίλαγε, την παρηγορούσε, μα δεν άκουγε καθαρά τα λόγια της.
«Έχω γιο που καμαρώνω γι’ αυτόν» της έλεγε
«Ακολούθησε τον Δάσκαλο, είναι καλός άνθρωπος, εκλεκτός με θέση στον Παράδεισο. Είναι μέσα στους δώδεκα, μαζί Του από την πρώτη μέρα. Είναι σπουδαίος ο γιος μου κυρά μου, είναι μαθητής Του. Τον ακολουθεί κατά βήμα και έχω να τον δω από χθες, γι αυτό είμαι εδώ. Τον ψάχνω ανάμεσα στο πλήθος, μα δεν τον βλέπω. Θ' ακολούθησε τον Δάσκαλο, θα ξενύχτησε μαζί με τους άλλους μαζί Του, είμαι σίγουρη πως κάπου εδώ ανάμεσα θα είναι.»
Έφτασαν στην κορυφή και χωρίστηκαν.
Μαζί με τον όχλο, μαζί μ Εκείνον, μαζί με τους στρατιώτες.
Ο καιρός σκοτείνιαζε, οι τρεις σταυροί υψώθηκαν, ο όχλος σαν να βουβάθηκε σιγά σιγά, μόνο θρήνος σιγανός ακουγόταν.
Οι μάνες έκλαιγαν.
Η Μάνα όλων μας, αγκάλιαζε τα πόδια Του, ματωμένα, ξεσκισμένα, με τα δυο καρφιά που λες και τα έμπηξαν στην δική της καρδιά, έσκιζε τον ουρανό με τις κραυγές της και τον Θρήνο της «ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατο μου τέκνον».
Η μάνα του ληστή κάτω από τον σταυρό του παιδιού της έκλαιγε, του φίλαγε τα πόδια «παιδί μου, παιδάκι μου, πού πας; Γιατί μ αφήνεις την μαυρόμοιρη;»
Κοίταξε ψηλά να δει το παιδί της τελευταία φορά, όμως εκείνος δεν την κοιτούσε, κοιτούσε Εκείνον κι όταν Τον άκουσε να λέει : «Σήμερον μετ’εμού έση εν τω Παραδείσω» όλο το βάρος έφυγε, δάκρυα λύτρωσης γέμισαν τα μάτια της, ήξερε, το 'νιωθε πως το παιδί της δεν ήταν κακός άνθρωπος.
Κι η μάνα του Ιούδα, τριγυρνούσε ανάμεσα στο πλήθος ανήσυχη και τρελαμένη πια και ρώταγε «μήπως είδατε τον γιο μου; Ιούδα τον λένε κι έχω να τον δω απ τα χθες».
Μάτα Βισβίκη | Μυθοπλασία |
Πηγή: https://thebluez.gr/oi-manes/
Τα συγκλονιστικά λόγια της Παναγίας όταν συνάντησε τη Μάνα του Ιούδα
την νύχτα από τον Γολγοθά κατέβαινε με μόνο,
τον Ιωάννη πλάι της μες στο σκοτάδι εκείνο
και οι πέτρες ανατρίχιαζαν στον μυστικό της θρήνο.
θαρρείς τον κόσμο νέκρωσε κάποιος μεγάλος τρόμος.
και μοιρολόγια η Παναγιά
κάθε λουλούδι τρυφερό που βρίσκεται μαραίνει.
Κ’αν είναι Αυτός θεάνθρωπος, εκείνη είναι Μητέρα.
Αχ,τι φωνή λυπητερή. Ποιος και γιατί στενάζει;
μη του παιδιού της το χαμό και άλλη μανούλα κλαίει;
Ναι, κάποια μάνα είναι αυτή, που μονάχη στην άκρη απαρηγόρητα θρηνεί και χύνει μαύρο δάκρυ
και δεν μπορεί τέτοιο κακό ποτέ να το ξεχάσει.
και τούτη είδε τον γιόκα της στο δέντρο κρεμασμένο
νιώθει όμως τον πόνο της η Παναγιά η Παρθένα,
λόγια αγάπης να της πει, να την παρηγορήσει.
μάνα της κράζει, δύστυχη μη σέρνεται εδώ κάτω.
είμαι κ’εγώ, μην δέρνεσαι, ποιος ήταν πες μου ο γιος σου;
Αδελφή μου, Ιούδας ονομάζεται το σπλάχνο το παιδί μου.
ποιο κοφτερό νιώθει βαθιά στα σπλάχνα της μαχαίρι,
Αχ κάλλιο να μην έσωνα Θεέ να γίνω μάνα.
μα σαν μητέρα του Χριστού, δεν φεύγει, δεν γογγύζει.
και για τη μάνα τώρα αυτή τα δάκρυά της χύνει
και την κρατάει με στοργή πιστά στην αγκαλιά της
της δίνει θάρρος, δύναμη και απάνω την σηκώνει.
εκεί και οι δυο τον πόνο μας, τον μητρικό να πούμε,
το δάκρυ μας να σμίξουμε και να προσευχηθούμε.
οι δυο μανάδες περπατούν αδελφαγκαλιασμένες.
Ο Ιησούς που στον Γολγοθά κρεμάται έδωσε τέτοια εντολή:
Αλλήλους ν’ Αγαπάτε!
Δημοσίευση σχολίου