η φτώχεια. Παντρεύτηκε έναν άνδρα σκληρό και αγροίκο.
Και μετά τον γάμο της εξακολούθησε να ξενοδουλεύει, για να επιβιώσουν, γιατί τα έσοδα του συζύγου δεν επαρκούσαν ούτε για το δικό του ποτήρι.
Τα πόδια της κοντόσωμης γυναίκας είχαν στραβώσει από την δουλειά. Έμοιαζαν με τις κουτσούρες του αμπελιού.Έτσι τα είχε χαρακτηρίσει ο μακαριστός πατέρας μου, προσθέτοντας πως αυτή η γυναίκα πρέπει να είναι πολύ τυραννισμένη.
Τα βάσανα της ζωής και οι πόνοι της και οι σωματικές της κακώσεις
την έκαναν να ταχθεί στην Παναγιά την Προυσιώτισσα, να Τη διακονεί κάθε δεκαπενταύγουστο.
Εκεί τη γνώρισα και μου εκμυστηρεύθηκε το μεγάλο θαύμα της ζωής της:
Ήταν καλοπληρωτής, αλλά κι αυτός σκληρός και δύστροπος σαν τον άνδρα μου. Δεν μου επέτρεπε καμιά κουβέντα να κάνω, απ’ όσα άκουγα και έβλεπα στο ιατρείο του.
Κάποτε πήρα τα σκουπίδια να τα πετάξω. Φορτώθηκα τον κάδο στην πλάτη και προχωρούσα μέσα στο παγερό απόβραδο για τον σκουπιδότοπο.
Όπως βάδιζα, άκουγα ένα σιγανό κλαυθμύρισμα. Γύριζα δεξιά, ζερβά∙ δεν έβλεπα κανέναν. Άρχισα να σκιάζομαι, να σταυροκοπιέμαι, - πειρασμός λέγω - θα είναι. Κανείς δεν φαίνεται στον δρόμο και το μωρουδίστικο κλάμα με συνοδεύει.
Έφθασα στον σκουπιδότοπο, άνοιξα το καπάκι του κάδου και βλέπω ένα μωρό στα αίματα να κλαίει. «Παναγιά μου, τι να κάνω; Στον γιατρό δεν πρέπει να κάνω λόγο, αφού αυτός το πέταξε. Στον σύζυγό μου πού να το δείξω; Θα με σφάξει σαν λαμπριάτικο αρνί ∙ άσε και τι θα βάλει στον λογισμό του».
Το πήρα στην ποδιά μου. Ήταν ζεστό. Κλαυθμύριζε. «Ζωντανό πλάσμα του Θεού δεν πάει η καρδιά μου να το πετάξω.
Θα το πάρω στο σπίτι μου κι ο Θεός βοηθός». Το φίλησα. Τα αίματα τρέχανε από το κεφαλάκι του. Φαίνεται πως το χτύπησε το καπάκι του κάδου.
Το ‘σφιγξα στην αγκαλιά μου για να το ζεστάνω, και τράβηξα για το σπίτι μου. Τον κάδο στην πλάτη και το παιδί στην αγκαλιά. Το έσφιγγα, Γέροντα μου, όπως σου ‘πα, όσο μπορούσα περισσότερο, για να το ζεστάνω.
Στο σπίτι δεν βρήκα κανέναν. Είπα μέσα μου: «Ο Θεός είναι μαζί μου». Το έπλυνα από τα αίματα το τύλιξα στα κουρέλια μου, σε μια παλιά πουκαμίσα, το θήλασα (ήμουνα μωρομάννα) και το έβαλα στη σκάφη, που ζύμωνα το ψωμί να κουρνιάση το πουλί μου.
«Παναγιά μου, Προυσιώτισσα, χαρίτωσε το να μη κλάψει».
Έγινε, Γέροντά μου, το θαύμα της Προυσιώτισσας.
Το τάιζα κρυφά και το κοίμιζα κάτω από το κρεβάτι μας.
Όταν ερχόταν ο άνδρας μου, έτρεμα από φόβο.
Η καρδιά μου χτυπούσε σαν ρολόι, μη κλάψη και πού θα σταθώ.
Οπότε ένα μεσημέρι, την ώρα που τρώγαμε ξετρύπωσε το μωρό και ήρθε κάτω από το τραπέζι.
Μόλις το είδε ο άνδρας μου, γυάλισαν τα μάτια του σαν του λιονταριού.
- Τι είναι αυτό;- μου λέγει.
Συγκινήθηκε και το δέχτηκε σαν να ήταν δικό του.
Το παιδί αυτό σήμερα είναι νυμφευμένο και εργάζεται στο Καρπενήσι.
Από το παιδί αυτό έχω ένα ποτήρι νερό∙ από τα δικά μου τίποτες.
Έκλαιγε η κυρά – Ελένη, οσάκις έκανε λόγο γι’ αυτό το γεγονός.
Το ‘κρυβα στον αποκρέβατο με την ευχή ψάρι να γίνει, να μη κλάψει και βάλει σε ζάλη λογισμών τον γερο-σαμαρά.
Και συγκινιόμουνα με την εμφάνισή του στο φτωχό τραπέζι της Ελένης.
- Νοιάστηκες να μάθεις ποιοι ήταν οι γονείς του;
Και μου απαντούσε:
- Σε τι θα ωφελούσε αυτό; Εγώ το έχω δικό μου, το πονώ περισσότερο από τα δικά μου παιδιά. Αυτό μ’ έκανε να συμβουλεύω
τις παραδουλεύτρες των γιατρών: «Προσέχετε τι έχουν οι κάδοι που μεταφέρετε στα σκουπίδια». Μπορεί να έχω αμαρτία που το ‘λεγα, αλλ’ εγώ το σύστηνα.
Όλα τα οικονομεί ο Θεός, όταν σ’ Αυτόν ακουμπάμε.
Δημοσίευση σχολίου