Σαν πας Μαλάμω για νερό
Στα χωριά εκείνα τα χρόνια δεν είχαν βρύσες μέσα στα σπίτια, όπως έχουν στη σημερινή εποχή.
Έτσι οι γυναίκες ήταν αναγκασμένες να φορτώνονται τη βαρέλα (μεγάλο ξύλινο δοχείο νερού) ή τη βουτσέλα (μικρότερο ξύλινο δοχείο) και να πηγαίνουν στη βρύση, που ήταν συνήθως στην άκρη του Χωριού, για να πάρουν νερό για τις ανάγκες του σπιτιού.
Για τις κοπέλες όμως που ήταν και σε ηλικία γάμου, ήταν μια πρόφαση, δήθεν πως παν στη βρύση για να γεμίσουν.
Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν ένα σημείο συνάντησης, για να δουν αυτόν που ήθελαν, αυτόν που ποθούσε η καρδιά τους, αυτόν που έβλεπαν στα όνειρά τους, βρίσκοντας την ευκαιρία έστω και για λίγο να ανταλλάξουν κάποια μηνύματα αλλά, αν τύχαινε να είναι και οι δυο τους, μπορεί στα κλεφτά να αντάλλαζαν και κανένα φιλί, που ήταν δυσεύρετο τα χρόνια εκείνα.
Τις περισσότερες φορές όμως στη βρύση ήταν και άλλες κοπέλες και έτσι το έριχναν στην κουβέντα.
κι εγώ στη βρύση καρτερώ,
να σου τσακίσω το σταμνί,
να πας στη μάνα σ’ αδειανή.
Κι αν σε ρωτήσει η μάνα σου:
– Μαλάμω μ’, πού ’ναι η στάμνα σου;
– Μάνα μου, παραπάτησα
και το σταμνί μου τσάκισα.
– Δεν είναι παραπάτημα,
μόν’ είν’ ανδρός αγκάλιασμα.
Το τραγούδι αυτό μαρτυράει από μόνο του τη συχνή επίσκεψη της όμορφης Μαλάμως στη βρύση.
Και αν η βρύση είχε μάτια και στόμα, θα μαρτυρούσε και πολλές άλλες ερωτικές συναντήσεις, γιατί στον έρωτα δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο, κανένας περιορισμός, ακόμη και σε κοινωνίες κλειστές, με ήθη αυστηρά.
Γράφει ο Σπύρος Νεραϊδιώτης
Ο Σπύρος Νεραϊδιώτης είναι χοροδιδάσκαλος, λαογράφος, τηλεοπτικός παραγωγός – τα κείμενα είναι από το βιβλίο του ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΩΝ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ.
Δημοσίευση σχολίου