
Ποιος έχει τα προσόντα για να γίνει παιδαγωγός;
το µεγάλο γιο Άρι,
την κόρη Εσθήρ,
το µικρό γιο Σρούλικ.
Μαζί τους µένει
και ο παππούς Αβραάµ.
Ο παππούς είναι παράλυτος και καθισµένος σε αναπηρική πολυθρόνα.
Είναι πρωί και όλοι έχουν φύγει από το σπίτι για τη δουλειά και το σχολείο.
Η µαµά Ρέβκα πήγε στην αγορά και στο σπίτι έµειναν µόνο ο µικρός Σρούλικ µε τον παππού στην αναπηρική πολυθρόνα.
Ο παππούς Αβραάµ είναι 70 χρονών. Κάθεται µε άνεση στην πολυθρόνα του, είναι καλοντυµένος και κρατάει στα χέρια του, για να τα διαβάσει τα ιερά βιβλία.Ο µικρός Σρούλικ παίζει µπάλα µέσα στο δωµάτιο.
Ο παππούς Αβραάµ κάνει να ανοίξει το ένα βιβλίο και του πέφτουν κάτω τα γυαλιά. Απλώνει το χέρι του να τα σηκώσει αλλά δεν τα φτάνει.
Αντιλαµβάνεται ότι για τις επόµενες τρεις ώρες είναι καταδικασµένος σε πλήρη αδράνεια.
Μια βαθιά λύπη τον κατακυριεύει και ξεσπάει σε κλάµατα.
Ο µικρός Σρούλικ, που παίζει στο δωµάτιο, ακούει ξαφνικά τους λυγµούς του παππού. Έρχεται κοντά του, βλέπει ότι κλαίει, απορεί και τον ρωτάει:
«Παππού γιατί κλαις;». Ο παππούς αποκρίνεται: «Αχ, δεν έχω τίποτε. Μόνο δώσε µου τα γυαλιά που έπεσαν κάτω». Ο Σρούλικ του δίνει τα γυαλιά και ο παππούς είναι πάλι σε θέση να διαβάσει τα βιβλία του.
Η µαµά επιστρέφει από την αγορά και ο µικρός Σρούλικ, ακόµη απορηµένος, της διηγείται για το κλάµα του παππού.
«Γιατί;», αναρωτιέται, και εάν µπορούσε, θα πρόσθετε: «είναι δυνατόν να κλαίει κανείς για ένα τίποτε;».
κάθεσαι να κλαις;».
δρόµο µε µάτια βουρκωµένα. Ο πατέρας τον ρωτάει: «Γιατί κλαις; Τι συνέβη;». Η απάντηση του Άρι συνοδεύεται από λυγµούς. «Ένα κορίτσι µου
συµπεριφέρθηκε πολύ προσβλητικά. ∆εν µου ρίχνει πια ούτε µια µατιά, κάνει πως δεν ακούει όταν της µιλώ». Ο πατέρας τον ακούει προσεκτικά και τον παρηγορεί: «Τι χαζοµάρα κι αυτή, να κάθεσαι να κλαις για µια κοπέλα. Αύριο κιόλας θα βρεις άλλη!».
Η µητέρα επιστρέφει αναστατωµένη από µια επίσκεψη. «Μου είπαν για το φόρεµά µου ότι είναι σαν πατσαβούρα, κι όµως είναι το καλύτερο που έχω». ∆ιηγείται, και τρέχουν τα δάκρυα.
πηγαίνουν στη δουλειά µε δικό τους αυτοκίνητο, σκέφτεται, ενώ ο ίδιος –τι ντροπή!- είναι υποχρεωµένος να παίρνει το λεωφορείο.
«Στα χρόνια µας δεν είχε κανένας ιδιωτικό αυτοκίνητο. Τι το άσχηµο είναι να πηγαίνεις στη δουλειά µε το λεωφορείο;
Είναι δυνατόν να κλαις γιατί δεν έχεις αυτοκίνητο;».
Η µαµά του ανοίγει την πόρτα και του δείχνει ότι δεν είναι κανείς εκεί.
Όλα τα δάκρυα είναι πικρά.
Όποιος κατανοεί αυτό το γεγονός, έχει την ικανότητα να διαπαιδαγωγεί παιδιά - όποιος δεν το κατανοεί, δεν έχει τα προσόντα να είναι παιδαγωγός».
Janusz Korczak (Γιάνους Κόρτσακ), παιδαγωγός
Ποιος ήταν ο Γιάνους Κόρτσακ (Janusz Korczak)πραγματικό όνομα
Henryk Goldszmit
(Χένρυκ Γκόλντσμιτ);
Ήταν Πολωνοεβραίος παιδίατρος, ακτιβιστής για τα δικαιώματα των παιδιών και καινοτόμος παιδαγωγός, συγγραφέας κειμένων για τη θεωρία και την πρακτική της εκπαίδευσης.
Γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου του 1878 (ή 1879) στη Βαρσοβία, σπούδασε γιατρός και έγινε παιδίατρος, ενώ αργότερα σπούδασε και Παιδαγωγικά.
Υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός στον Α' παγκόσμιο πόλεμο κι έγινε γνωστός με τα βιβλία του
«Πώς πρέπει να αγαπούμε ένα παιδί»
«Τα παιδιά του δρόμου»,
«Τα παιδιά των σαλονιών»,
«Υπερασπίστε τα παιδιά»,
«Ματίας ο Α΄».
Το 1911 ίδρυσε μαζί με τη σύζυγο του ένα ορφανοτροφείο στη Βαρσοβία, όπου εφάρμοσε πρωτόγνωρες παιδαγωγικές μεθόδους δημιουργώντας μια μικρή πολιτεία, στην οποία κυριαρχούσε η ισότητα μεταξύ όλων και είχε βουλή, δικαστήριο, εφημερίδα. Στη δεκαετία του 1930 λειτούργησε και ραδιοφωνικό σταθμό.
Οι προσπάθειες του ενοχλούσαν τους αντισημίτες, που είχαν αρχίσει να ισχυροποιούνται στην Πολωνία δημιουργώντας του συχνά προβλήματα.
Καταφέρνουν να κλείσουν τον ραδιοφωνικό σταθμό και του βάζουν εμπόδια στην άσκηση της ιατρικής και στην έκδοση των βιβλίων του.
Το 1940 οι ναζί, που έχουν καταλάβει την Πολωνία, δημιουργούν το γκέτο της Βαρσοβίας, όπου αναγκάζουν τον Κόρτσακ να μεταφέρει το ορφανοτροφείο του.
Στέκεται, όπως μπορεί, στα παιδιά και με μεγάλες δυσκολίες καταφέρνει να τους εξασφαλίζει τα απαραίτητα, για να επιζήσουνε σε ένα γκέτο, όπου καθημερινά πέθαιναν δεκάδες από την ασιτία.
Τον Ιούλιο του 1942 οι ναζί αποφασίζουν να στείλουν τα ορφανά και όλο το προσωπικό στο στρατόπεδο Τρεμπλίνκα.
Όταν ήταν να ξεκινήσουν, κάποιος γερμανός αξιωματικός, που θαύμαζε το συγγραφικό έργο του Κόρτσακ, προσφέρθηκε να τον αφήσει ελεύθερο. Εκείνος απάντησε πως, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι παλιάνθρωποι και ξεκίνησε μαζί με τα παιδιά την πορεία προς τα τραίνα του θανάτου.
Ο Κόρτσακ προπορευόταν με σκυμμένο κεφάλι, κρατώντας ένα παιδάκι από το χέρι, ενώ ακολουθούσαν μερικές νοσοκόμες και πιο πίσω 191 παιδιά, ντυμένα όλα με τα καλύτερα ρούχα τους, το καθένα κρατώντας ένα μικρό μπλε σακίδιο και το αγαπημένο του παιχνιδάκι.
Βάδιζαν περιτριγυρισμένα από Γερμανούς στρατιώτες που ούρλιαζαν και απειλούσαν.
Ένα τρένο τους μετέφερε στοιβαγμένους ως την Τρεμπλίνκα, όπου εξοντώθηκαν όλα μαζί, σε έναν από τους θαλάμους αερίων, στις 5 Αυγούστου του 1942.
Δημοσίευση σχολίου