Πίνακας: Sir Lawrence Alma- Tadema , Coign of Vantage , 1895 (λεπτομέρεια). Συλλογή των Ann και Gordon Getty
Η ΓΕΝΕΣΙΣ – 1964
Ποίηση: Οδυσσέας Ελύτης
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους
μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωση μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη
μέσα στο θέρος» είπε
Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις
το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις
τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις πού ν' απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου
την απεραντοσύνη
αυτός
ο κόσμος ο μικρός ο μέγας!
Πως "γεννήθηκε" το "Άξιον Εστί"
Ο Οδυσσέας Ελύτης εξηγεί σε μια συνέντευξη του, πως έγραψε
το «Άξιον Εστί»:
«Όσο κι αν μπορεί να φανεί παράξενο, την αρχική αφορμή να γράψω το ποίημα μου την έδωσε η διαμονή μου στην Ευρώπη τα χρόνια του ’48 με ’51.
Ήταν τα φοβερά χρόνια όπου όλα τα δεινά μαζί – πόλεμος, κατοχή, κίνημα, εμφύλιος – δεν είχανε αφήσει πέτρα πάνω στη πέτρα.
Θυμάμαι την μέρα που κατέβαινα να μπω στο αεροπλάνο, ένα τσούρμο παιδιά που παίζανε σε ένα ανοιχτό οικόπεδο.
Το αυτοκίνητό μας αναγκάστηκε να σταματήσει για μια στιγμή και βάλθηκα να τα παρατηρώ.
Ήτανε κυριολεκτικά μες τα κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα με γόνατα παραμορφωμένα, με ρουφηγμένα πρόσωπα.
Τριγυρίζανε μέσα στις τσουκνίδες του οικοπέδου ανάμεσα σε τρύπιες λεκάνες και σωρούς σκουπιδιών.
Αυτή ήταν η τελευταία εικόνα που έπαιρνα από την Ελλάδα.
Και αυτή, σκεπτόμουνα, ήταν η μοίρα του Γένους που ακολούθησε το δρόμο της Αρετής και πάλαιψε αιώνες για να υπάρξει.
Πριν περάσουν 24 ώρες περιδιάβαινα στο Ουσί της Λωζάννης, στο μικρό δάσος πλάι στη λίμνη.
Και ξαφνικά άκουσα καλπασμούς και χαρούμενες φωνές.
Ήταν τα Ελβετόπαιδα που έβγαιναν να κάνουν την καθημερινή τους ιππασία.
Αυτά που από πέντε γενεές και πλέον, δεν ήξεραν τι θα πει αγώνας, πείνα, θυσία. Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σαν πριγκηπόπουλα, με συνοδούς που φορούσαν στολές με χρυσά κουμπιά, περάσανε από μπροστά μου και μ’ άφησαν σε μια κατάσταση που ξεπερνούσε την αγανάκτηση.
«Συντριβή μπροστά στην αδικία»
Ήτανε δέος μπροστά στην τρομακτική αντίθεση, συντριβή μπροστά στην τόση αδικία, μια διάθεση να κλάψεις και να προσευχηθείς περισσότερο, παρά να διαμαρτυρηθείς και να φωνάξεις.
Ήτανε η δεύτερη φορά στη ζωή μου – η πρώτη ήτανε στην Αλβανία – που έβγαινα από το άτομό μου, και αισθανόμουν όχι απλά και μόνο αλληλέγγυος, αλλά ταυτισμένος κυριολεκτικά με τη φυλή μου.
Και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που ένιωθα, μεγάλωσε φτάνοντας στο Παρίσι.
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από το τέλος του πολέμου και τα πράγματα ήταν ακόμη μουδιασμένα.
Όμως τι πλούτος και τι καλοπέραση μπροστά σε μας! Και τι μετρημένα δεινά επιτέλους μπροστά στα ατελείωτα τα δικά μας! Δυσαρεστημένοι ακόμα οι Γάλλοι που δεν μπορούσαν να ‘χουν κάθε μέρα το μπιφτέκι και το φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε.
Υπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, με κοιτάζανε βλοσυρά και μου λέγανε: Εμείς περάσαμε πόλεμο Κύριε!
Κι όταν καμιά φορά τολμούσα να ψιθυρίσω ότι ήμουν Έλληνας κι ότι περάσαμε κι εμείς πόλεμο με κοιτάζανε παράξενα: α, κι εσείς ε; Καταλάβαινα ότι ήμασταν αγνοημένοι από παντού και τοποθετημένοι
στην άκρη - άκρη ενός χάρτη απίθανου.
Το σύμπλεγμα κατωτερότητας και η δεητική διάθεση με κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα παλαιές ενστικτώδεις διαθέσεις άρχισαν να αναδεύονται και να ξεκαθαρίζουν.
«Διαμαρτυρία για τ’ άδικο»
Η παραμονή μου στην Ευρώπη με έκανε να βλέπω πιο καθαρά το δράμα του τόπου μας.
Εκεί αναπηδούσε πιο ανάγλυφο το άδικο που κατάτρεχε τον ποιητή.
Σιγά-σιγά αυτά τα δύο ταυτίστηκαν μέσα μου.
Το επαναλαμβάνω, μπορεί να φαίνεται παράξενο, αλλά έβλεπα καθαρά ότι η μοίρα της Ελλάδας ανάμεσα στα άλλα Έθνη ήταν ο,τι και η μοίρα του ποιητή ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους – και βέβαια εννοώ τους ανθρώπους του χρήματος και της εξουσίας.
Αυτό ήταν ο πρώτος σπινθήρας, ήταν το πρώτο εύρημα.
Και η ανάγκη που ένιωθα για μια δέηση, μου ‘δωσε ένα δεύτερο εύρημα. Να δώσω, δηλαδή, σ’ αυτή τη διαμαρτυρία μου για το άδικο τη μορφή. μιας εκκλησιαστικής λειτουργίας.
Κι έτσι γεννήθηκε το «Άξιον Εστί».
Θεοδωράκης_Μπιθικώτσης_Κατράκης_Ελύτης
✣ Η ΓΕΝΕΣΙΣ 01:42
✣ ΤΑ ΠΑΘΗ
α) ΙΔΟΥ ΕΓΩ ΛΟΙΠΟΝ 07:32
β) Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ 10:05 ▪
γ) ΕΝΑ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ 14:34 ✓
δ) ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΜΟΥ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ 18:06
ε) ΜΕ ΤΟ ΛΥΧΝΟ ΤΟΥ ΑΣΤΡΟΥ 23:48 "Πού να βρω.. 24:36" ✓
ζ) Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ 26:50 ▪
η) ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ 29:22 ✓
θ) ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ 34:20 (Ορχ.)
ι) ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑTΑ 37:35 ✓
κ) ΝΑΟΙ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ 40:41
λ) ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ 43:56 ▪
μ) ΑΝΟΙΓΩ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΜΟΥ 47:56 ✓
ν) ΣΕ ΧΩΡΑ ΜΑΚΡΙΝΗ 51:36
✣ ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ - Το Δοξαστικόν - 54:01
(Διατίθενται οι στίχοι - Ενεργ.τους υπότιτλους CC)
01:07:53 ... Αιέν ο κόσμος ο μικρός, Ο ΜΕΓΑΣ
ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Λαϊκό Ορατόριο για συμφωνική ορχήστρα, χορωδία, μικρή λαϊκή ορχήστρα,
λαϊκό τραγουδιστή, Ψάλτη και αφηγητή.
Ποίηση Οδυσσέας Ελύτης - Μουσική Μίκης Θεοδωράκης
Λαϊκός Τραγουδιστής : ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ
Ψάλτης (Βαρύτονος) : ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΛΟΥΜΠΗΣ
Αφηγητής : ΜΑΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΗΣ
Μπουζούκι: ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ / ΛΑΚΗΣ ΚΑΡΝΕΖΗΣ
Σαντούρι: ΤΑΣΟΣ ΔΙΑΚΟΓΙΩΡΓΗΣ
Διεύθυνση: ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ .
Δημοσίευση σχολίου